μηναίο — το 1. ο μισθός ή το μίσθωμα ενός μήνα, το μηνιάτικο: Σήμερα παίρνω το μηναίο μου και θα μπορέσω να πληρώσω το νοίκι. 2. το εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τις θρησκευτικές ακολουθίες κάθε μήνα, το μηνολόγιο: Τα δώδεκα μηναία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μηναίος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με σπαθί. Η μνήμη του τιμάται στις 29 Οκτωβρίου. 2. Μ. ή Μιννέος. Ήταν ζηλωτής και καταγόταν από την Πέργη της Παμφιλίας. Επειδή κατέστρεψε μαζί με άλλους ομοϊδεάτες του τον ναό της Άρτεμης … Dictionary of Greek
μηναιάζω — και μηνιάζω (Μ) προσλαμβάνω κάποιον για έναν μήνα ή για έναν χρόνο ή πληρώνω κάποιον για έναν μήνα ή για έναν χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηναῖο(ν) «μηνιάτικο» + κατάλ. άζω] … Dictionary of Greek
Μάρθα — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ήταν αδελφή του Λάζαρου και της Μαρίας, καθώς και μαθήτρια του Ιησού. Το όνομά της αναφέρεται τρεις φορές στα ευαγγέλια του Λουκά και του Ιωάννη. Αντίθετα με την Καθολική Εκκλησία, όπου επικρατεί η… … Dictionary of Greek
μηνιάτικο — το ο μισθός ενός μήνα, το μηναίο: Θα εξοφλήσω τους λογαριασμούς μόλις πάρω το μηνιάτικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μηνολόγιο — το βλ. μηναίο 2 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)